Στην προσπάθεια να προσδιορισθούν τα στοιχεία ταυτότητας της λογοτεχνίας της Τσεχίας (ή, μέχρι πριν 20 χρόνια, της Τσεχοσλοβακίας) δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ιδιοτυπίες του κεντροευρωπαϊκού χώρου όπως για παράδειγμα η έντονη παρουσία του αυστρογερμανικού παράγοντα, αλλά κύρια να αναζητηθούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά-ακόμα και με σλαβογενείς αναγωγές- ώστε να οριοθετηθεί σχηματικά η τσεχική προσωπικότητα στην πρόσφατη ιστορία. Έτσι, υπεισέρχονται τόσο τα ευρωπαϊκά συστατικά όσο και οι ειδικότερες ιδιοτυπίες όπως ξεκάθαρα άλλωστε ξεπηδούν μέσα από τη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες της χώρας.
Η απόπειρα χαρτογράφησης του (αναγκαστικά καθόλου εξαντλητικού) πανοράματος της σημερινής τσεχικής λογοτεχνίας θα επιχειρηθεί μέσα από την πορεία και παραγωγή των ίδιων των τσέχων λογοτεχνών, τη συνεκτίμηση των σταθμών της ιστορίας του τόπου και τη βοήθεια-αποτίμηση από τους ίδιους τους ανθρώπους του χώρου. Η συμβουλές των μελών του Φεστιβάλ Συγγραφέων Πράγας για το κείμενο αυτό υπήρξε ανεκτίμητη όπως και οι συνομιλίες με συγκεκριμένους λογοτέχνες και άλλους . Οι όποιες παραλήψεις και τα λάθη δεν οφείλονται παρά μόνο στον γράφοντα.
Α΄ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Βιώνοντας αντίξοες καταστάσεις και με χρονικά σύντομες εναλλαγές όπως η πολιτικά «χρυσή εικοσαετία» 1918-1938 (αφότου δηλ. ιδρύθηκε το σύγχρονο τσεχοσλοβακικό κράτος και μέχρι τη ναζιστική κατοχή και διάλυσή του) έως την σοβιετική επικυριαρχία μεταξύ 1948-1989, η πνευματική ζωή πορεύθηκε ένα ξεχωριστό δρόμο σαρκάζοντας με τον παραδοσιακό τσεχικό τρόπο (βλ. στον κλασικό Χάσεκ: «O καλός στρατιώτης Σβέικ»), ακόμα και μέσω παράνομα δακτυλογραφημένων κειμένων που διανέμονταν από χέρι σε χέρι (σαμιζντάτ). Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και όταν η λογοτεχνία «απέκλινε» από τις συμπληγάδες του τότε πολιτικά ορθού, στιγματιζόταν και εξοβελιζόταν, ενώ παράλληλα όλα τούτα συνοδεύονταν από αποκλεισμούς διώξεις, εκτοπίσεις , ή και καταδίκες.
Υπήρξαν όμως και άλλοι διέξοδοι: από τα λογοτεχνικά στέκια- καφενεία και την πνευματώδη και υπαινικτικότατη σεναριογραφία στο χώρο του κινηματογράφου (που τόσο άνθισε με τις διάφορες σχολές), μέχρι την αναπόφευκτη σε τέτοιες καταστάσεις διαφυγή ικανών και πολλών συγγραφέων στο εξωτερικό. Εννοείται ότι η κύρια δεξαμενή και μάλιστα στις ύστερες δύσκολες περιστάσεις δεν μπορούσε παρά να συντίθεται από εκείνους που εκούσια ή ακούσια έμειναν εντός συνόρων με ό,τι αυτό συνεπαγόταν τότε. Αυτοί αποτέλεσαν σημαντικότατα σημεία αναφοράς, ή τους βασικούς γεννήτορες της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής.
Οι παλαιότεροι Για λόγους μεθοδολογίας πρέπει να αναφερθούν οι γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, τόσο για την ώθηση που πρόσφεραν στους συμπατριώτες τους (π.χ Βίτεσλαβ Νέσβαλ, βλ. παρακάτω), όσο και γιατί ξεπέρασαν τα σύνορα (Σάϊφερτ – Νόμπελ).
Στον Βοχουμίλ Χράμπαλ (1914-1997) η θυμοσοφία και η συνεχής ηθική ανατρεπτικότητα συνδυάζεται με την προσέγγιση της καθημερινής ζωής όπως βιώθηκε από τις χειρονακτικές δουλειές του συγγραφέα. Η εναλλαγή ωραίου-άσχημου, σωστού-λαθεμένου οδήγησαν σε ένα μείγμα γραφής μπαρόκ και μεσαιωνικής αφήγησης, ενώ η αίσθηση είναι ότι η αφήγηση γίνεται για (αυτό-)σαρκασμό που αν διαβαστεί επιπόλαια φαίνεται απλοϊκός, αλλά ιδωμένος προσεκτικότερα γίνεται βαθύτατα ανθρώπινος, αν όχι τραγικός. Δεν είναι τυχαίο πως το «Παρατηρώντας τα τρένα»(1965), που γυρίστηκε σε ταινία από τον συμπατριώτη του Μένζελ («Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν») προσφέρει με αδρές αλλά κλασικές πια γραμμές τον τσέχικο τρόπο να βλέπει κανείς τα πράγματα, τόσο πετυχημένα που και σημειολογικά πια πέρασε σε πολλές γλώσσες συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής. Στο ίδιο πλαίσιο κατατάσσεται το «Υπηρέτησα το Βασιλιά της Αγγλίας», «Η κωμόπολη που σταμάτησε ο χρόνος», ή το «Μαθήματα χορού για ηλικιωμένους».
Αναμφίβολα, οι μετέπειτα τσέχοι λογοτέχνες οφείλουν πολλά στην γλωσσοπλαστική ικανότητα του Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938) που προσπάθησε να καθιερώσει και επιβάλει την τσεχική γλώσσα αποβάλλοντας την επιρροή της γερμανικής, τα δε κείμενα του θα μπορούσαν θα θεωρηθούν προδρομικά για την science fiction γραφή (για παράδειγμα η λέξη robot που προέρχεται από δικό του κείμενο και επιβλήθηκε διεθνώς), όπως τα «Υπόθεση Μακρόπουλος»(1922), ή «Το απόλυτο υπό ευρεία έννοια»(1923). Με επιδράσεις από τους Χάξλεϊ και ΄Οργουελ ανιχνεύει τα όρια της γνώσης μέσα από διεξοδικές και ζωντανές περιγραφές της πραγματικότητας, με έντονα πολιτικά κείμενα, όπως η «Λευκή αρρώστια»(1937), «Μάνα»(1938), ή διηγήματα όπου η σάτιρα πλέκεται με την αστυνομική αφήγηση όπως στις «Ιστορίες από την τσέπη»(1929).
Αντίθετα, η ποίηση του Χόλαν (1905-1980) αποπνέει έντονη απαισιοδοξία που αν και κορυφώνεται στην ύστερη γραφή του («Μια νύχτα με τον ΄Αμλετ»-1964), ήδη υπάρχει -και μάλιστα προφητικά-στο εφιαλτικό «Όνειρο»(1939) και δη για τα όσα ακολούθησαν εκείνα τα χρόνια.
Η απόσταση μεταξύ Χόλαν και Φράντισεκ Χάλας (1901-1949) ο οποίος δίκαια θεωρείται ο λυρικότερος της πρώτης γενιάς, είναι μικρή.
Ο Βίτεσλαβ Νέσβαλ (1900-1958) δεν είναι σημαντικός μόνο γιατί έκανε γνωστό τον υπερρεαλισμό στην πατρίδα του αλλά και γιατί ξεκίνησε την παράδοση που θέλει οι άνθρωποι των γραμμάτων να συνδυάζουν τα γραφόμενά τους με τις τέχνες και δη τη μουσική, ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το κολάζ κλπ. Έτσι, γράφοντας και κινούμενος πρωτοποριακά στράφηκε νωρίς στα λενινιστικά πρότυπα, κοιτάζοντας πέρα από τη νεοπαγή το 1918 δημοκρατία της πατρίδας του και σχηματίζοντας μια ομάδα ομοϊδεατών (π.χ. Γίρι ΄Ορτεν), ενώ ξεκίνησε μια επικοινωνία με Μπρετόν και Ελιάρ.
Ένας άλλος της ίδιας περιόδου, κάτοχος Νόμπελ (1984), ο Γιαροσλάβ Σάιφερτ (1901-1986) δεν υπήρξε απλά πολυγραφότατος («Πόλη μέσα σε δάκρυα»-1921, «Ταχυδρομική περιστερά»-1929, «Σβήστε τα φώτα»-1938, «Φόρεμα από φως»-1940, «Πέτρινο γεφύρι»1944), αλλά και ευνοημένος από το κομουνιστικό κόμμα του οποίου υπήρξε επίλεκτο στέλεχος, ταυτόχρονα όμως και αρκετά ευαίσθητος, όταν διαπίστωσε πως η μονολιθικότητα οδηγούσε σε πλήρες αδιέξοδο, οπότε και προσχώρησε στην Χάρτα 77, θέτοντας τον εαυτό του στην αντίπερα όχθη του καθεστώτος.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο αρκετά γνωστός στην Ευρώπη Γιαν Σκάτσελ (βλ. ποιητικές συλλογές όπως «Πόσες ευκαιρίες έχει το τριαντάφυλλο»-1957, «Τί έμεινε από τον άγγελο»-1960, «Ποιός πίνει κρασί στο σκοτάδι»-1988 και τα πεζά «Το ενδέκατο άσπρο άλογο»-1966 και «Το δέκατο τρίτο μαύρο άλογο»-1993).
Τέλος, μνημονεύεται η Μιλένα Γιέσενκα(1896-1944) που σαγηνεύτηκε από την κομουνιστική ορμή του ΄30 και ο Εγκον Χόστοβσκι (1908-1978) που εμπνεόμενος από τις δικές του περιπλανήσεις και αυτοεξορία επιδίδεται με επιδεξιότητα στην περιγραφή της εσωτερικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο καλό και το κακό.
Η Γενιά της Χάρτας 77
Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και το Μανιφέστο της Χάρτας 77, εννέα χρόνια ύστερα, δεν είναι μόνο ορόσημα για τη σύγχρονη τσεχική (τσεχοσλοβακική) ιστορία αλλά και για τη λογοτεχνία. Εκπρόσωποι της γενιάς εκείνης της περιόδου είτε οδηγήθηκαν εκούσια-ακούσια στην εξορία, είτε έμειναν στον τόπο αφουγκραζόμενοι τις δυσκολίες αλλά και τις αλλαγές. Πρόκειται για τα πιο ευαίσθητα άτομα που επιβίωσαν, συνέγραψαν και αντιστάθηκαν μέσα σε ένα πλαίσιο ασφυκτικό, πλαίσιο όμως που όπως διαφαινόταν δεν μπορούσε να επικρατήσει για πολύ ακόμα διάστημα. Όσον αφορά τη διαφυγή στο εξωτερικό εξάλλου, από παλιά οι τσέχοι συγγραφείς ( βλ. π.χ. Ίβαν Μπλάτνι, 1919-1990) έφευγαν από τον – τότε – γερμανικό ζυγό για να μεταναστεύσουν (Αγγλία, ΗΠΑ κλπ).
Στην τελευταία κατηγορία, δηλ στο μετά το ΄68 διάστημα ανήκει ο Ιβάν Ντίβις (1924-1990) που ύστερα από τις επώδυνες εμπειρίες της γερμανικής κατοχής που μεταπολεμικά γράφοντας τον ανέδειξαν σημαντικά, θα βρεθεί στο στόχαστρο της κρατικο-κομματικής καταστολής της Άνοιξης της Πράγας και θα καταφύγει στο Μόναχο εργαζόμενος για το «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη» ( Για τις δύο περιόδους γραφής βλ. «Μπαλάντα απ΄το ράφι»-1946, «Λύσε Τα μαλλιά σου»-1961, «Ηθική»-1963, «Θα τα πούμε»-1967, αλλά και «Ψαλμοί»-1981, «Τα μάτια μου έπρεπε να δουν»-1991)
Ο Γιόζεφ Σκβορέτσκι (1924) καθηγητής και μεταφραστής, θα καταφύγει στον Καναδά το 1968, θα εργαστεί στη «Φωνή της Αμερικής» και θα ιδρύσει με τη γυναίκα του, επίσης λογοτέχνη, Ζντένα Σάλιβάροβα τον εκδοτικό οίκο «68 Εκδότες» επανασυνδεόμενος με τη χώρα του μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Η ανορθόδοξη γραφή του («Το τέλος της εποχής του νάϊλον»-1956 και «Οι δειλοί» -1958), που κρίνεται αυτόματη και απροσχεδίαστη, απορρίφθηκε αυθωρεί από την τότε κομματική γραμμή. Γράφοντας και στο εξωτερικό στα τσεχικά εκδίδει το «Η νύφη του Τέξας», «Ο μηχανικός ανθρώπινων ψυχών», «Δύο φόνοι στη διπλή μου ζωή», «Μια ανεξήγητη ιστορία», και τη συλλογή ιστοριών «Όταν η Εύα ήταν γυμνή» καθώς και το «Μπάσο-σαξόφωνο». Τρία χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπισθούν στα γραφόμενα του: πρώτα, η περσόνα του Ντάνι Σμιρίτσκι, κάτω από την οποία βρίσκεται προφανώς ο ίδιος, δεύτερο η επιλογή της μουσικής στη θεματολογία του (βλ. δοκίμια για τη τζαζ με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία) και τρίτο, μια σειρά 4 επιτυχημένων σεναρίων για σινεμά και τηλεόραση όπου η μουσική τζαζ και τα αυτοβιογραφικά αναδύονται ανάγλυφα με έντονες επιδράσεις από τον Εντγκαρ Αλαν Πόε.
Η μουσική είναι επίσης το κύριο χαρακτηριστικό («Περίεργες αγάπες») του Γίρι Μούχα (1915-1999), γιου του διάσημου ζωγράφου Jugendstyl Αλφονς Μούχα. Η αυτοβιογραφική εξιστόριση της ζωής μέσα στη φυλακή («Κρύος ήλιος»), αλλά και η δυσκολία προσαρμογής στον τόπο της αποδημίας Παρίσι – Λονδίνο όπου εργάσθηκε για το BBC, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία γραφής που θα εξαριστεύσουν οι επόμενοι τσέχοι εμιγκρέδες.
Από όλους, σίγουρα, ο Μίλαν Κούντερα (1929) είναι ο διασημότερος, ζώντας από το 1975 στο Παρίσι και γράφοντας τόσο στη μητρική του όσο και υστερότερα, στα γαλλικά. Μικροαστός, γιος μουσικού (πάντοτε η μουσική διαπερνά σα νήμα συνοχής σειρά όλη τσέχων λογοτεχνών, όπως ειπώθηκε), γοητεύθηκε από τον κομουνισμό και στράφηκε στην κινηματογραφία και πιο συγκεκριμένα στο σενάριο. Όμως η κομματική ορθοδοξία τον καταδίκασε για τη διηγηματογραφία του ήδη από την δεκαετία του ΄60 («Η ευτυχία τους κατέκλυσε»-1962, «Το αστείο»-1967). Στο τέλος, υποστήριξε αναφανδόν μαζί με τον Πάβελ Κόχουτ, Χάβελ και άλλους την Άνοιξη του 68. Η γραφή του ξεκινώντας από αμιγώς φιλοκομουνιστική πνοή, ιδίως στα πρώτα του ποιήματα, θα προχωρήσει κυρίως με την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»-1984 σε γενικότερη θεωρητική προβληματική, δεχόμενος επιρροές από τον συμπατριώτη του Κάφκα, αλλά και τον Χάϊντεγκερ, Μούζιλ και Νίτσε. Το προαναφερόμενο έργο που συνιστά την Βίβλο της εξορίας του μπορεί να αναγνωσθεί ως διήγημα ή μάλλον συλλογή για το πώς η πατρίδα καταδύεται και αναδύεται την εποχή της επιβολής του πριν το ‘89 καθεστώτος, σε μια νιτσεϊκή πραγματικότητα που συντρίβει και εκμηδενίζει την ατομική ζωή. Η φιλοσοφικής κατεύθυνσης αναζήτηση θα ενταθεί στο «Αθανασία»-1990. Οι χαρακτήρες υπάρχουν για να τονίζουν τη ζωή πέρα από την αγάπη και την τέχνη, υπερβαίνοντας το σοβαρό και το αστείο και αδιαφορώντας για τις εξατομικευμένες ιδιαιτερότητες. Τέλος, η συνιστώσα «μουσική» στα έργα του παραπέμπει ευθέως σε εκείνη της γενέτειράς του, τον Μπάρτοκ, ή την ατονική μουσική του Σένμπεργκ. Από τα πιο πρόσφατα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά η «Βραδύτητα»-1993, «Ταυτότητα»-1998, «Άγνοια» -2000.
Ο Μίλος Φόρμαν (1932), παραγωγός και σεναριογράφος κινηματογράφου συνδέθηκε με τον Χάβελ. Το 1968 έτυχε να βρίσκεται στο Παρίσι απ΄ όπου βεβαίως δεν γύρισε στην Τσεχία μέχρι την Βελούδινη Επανάσταση του 89, με μοναδική εξαίρεση το γύρισμα της γνωστής ταινίας «Αμαντέους»(1984). Όντας στο εξωτερικό ανάμεσα σε άλλες ταινίες, κυρίως στις ΗΠΑ, προσάρμοσε και το σενάριο του γνωστού «Στη φωλιά του κούκου».
Ανάλογη πορεία είχε και ο επίσης σεναριογράφος–λογοτέχνης Ιβάν Πάσερ που έγραψε σειρά σεναρίων («Βελούδινος Πυρετός»-2000) και παρήγαγε ταινίες όπως «Τάξη και αταξία»-1974, «Τέταρτη ιστορία»-1990, «Απαγωγή»-1995, «Γεννημένος για νίκες»-1971 κ.α. Ο Ζντένεκ Σβέρακ (1936) επέλεξε να παραμείνει εντός Τσεχοσλοβακίας γράφοντας σενάρια για κινηματογράφο και ανεβάζοντας έτσι τη δημοτικότητά του στα ύψη. Έγινε ευρύτερα γνωστός για τη βραβευμένη με Όσκαρ σεναρίου ταινία του γιού του «Κόλια»(1996) που εξιστορεί με πολύ ρομαντικό τρόπο τη ζωή ενός εγκαταλελειμμένου στην Τσεχία παιδιού ρωσίδας μητέρας.
Ο Γίρι Κόλαρ (1914-2002), αν και μέλος στην αρχή του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας («Αυτόπτης μάρτυρας»-1940, «Το συκώτι του Προμηθέα»-1950) , τα ύστερα γραφτά του απέκλεισαν τη δυνατότητα δημοσίευσης, στο τέλος δε οδηγήθηκε και στη φυλακή. Στα γνωστά αντιστασιακά καφενεία της Πράγας ( π.χ Café Slavia) συναντιόταν με τους κυριότερους αντικαθεστωτικούς με τους οποίους συνυπέγραψε τη Χάρτα 77. Το έργο του υπήρξε πολλαπλά ανορθόδοξο, όχι μόνο από πολιτικής σκοπιάς αλλά και εξαιτίας της ανυπόκριτης και άκρατης ερωτικής ορολογίας και γραφής, όπως π.χ. για στοματικό έρωτα, ερωτικές στάσεις, σχέσεις με ιερόδουλες («Πιστοποιητικό βάφτισης»-1941).
Ο Πάβελ Κόχουτ (1928), γνωστότατος διεθνώς, κυρίως μετά την καταφυγή του στην Αυστρία, υπήρξε και αυτός μέλος της Χάρτας 77, θεωρούμενος ως ένας απ΄ τους αντιπροσωπευτικότερους διηγηματογράφους και θεατρικούς συγγραφείς. Εκτός κομματικής γραμμής και γραφής, δεν του απέμεινε (όσο ήταν ακόμα στην πατρίδα του) καμία δυνατότητα παρά να ανεβάζει έργα εκτός κυκλώματος σε θέατρα τσέπης («Φτωχός δολοφόνος»-1976), ή να γράφει διηγήματα όπως «Λευκή Βίβλος», «Η Χήρα Δολοφόνος», «Γυναίκα δήμιος».
Από τους λογοτέχνες του – ας ειπωθεί έτσι – στενού κύκλου της αντικομουνιστικής δράσης ξεχωρίζει ο Γιάχιμ Τόπολ (1962) που διέπρεψε σαν θεατρικός συγγραφέας σαμιζντάτ , όπως «Επιθεώρηση», «Το περίστροφο», «Violit», «Σεβασμός», γραμμένα ήδη πριν το 1982, αλλά και ως στιχουργός τραγουδιών μουσικής ροκ. Αντιπροσωπευτικότερές του ποιητικές συλλογές είναι οι «Σ΄ αγαπώ τρελά»-1988 και «Ο πόλεμος θα αρχίσει την Τρίτη»-1993. Στα χνάρια του περπάτησε και ο αδελφός του, πιανίστας, τραγουδιστής και στιχουργός Φίλιπ Τοπόλ (1965).
Ο Βάσλαβ Χάβελ (1936), πριν γίνει Πρόεδρος είχε ήδη γίνει διάσημος ως θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης. Απ΄ τις αρχές της δεκαετίας του 60 η πολιτική θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του. Εν τω μεταξύ το πρώτο θεατρικό στίγμα δίνεται με το έργο «Πάρτι στον κήπο»-1963, ακολουθείται δε από το «Μνημόνιο» και τα «Αυξανόμενη δυσκολία συγκέντρωσης», «Πεταλούδα στην κεραία», «Διαμαρτυρία»-1978, «Η Αποκάλυψη»-1975, «Largo Desolato»-1984 κ.ά. Τα πλείστα θα απαγορευθούν στην χώρα του, ενώ ο ίδιος θα παραμείνει δραστήριος στα γεγονότα του 1968, πάντοτε όμως οπαδός της μη–βίαιης αντίστασης κατά του τότε καθεστώτος. Σαν συνέπεια της στάσης του θα τεθεί στο περιθώριο, δηλ. υπό απαγόρευση , αλλά θα συγγράψει το «Ακρόαση», δημιουργώντας την περσόνα του Φερντινάντ Βάνεκ (σημ. αντιπαράβαλε τον Κ του Κάφκα και, όπως προαναφέρθηκε, τον Ντάνι Σμιρίτσκι του Τζ. Σκβορέτσκι). Η συνυπογραφή της Χάρτας 77 θα τον οδηγήσει αρκετές φορές στη φυλακή, σε σχεδόν συνεχή παρακολούθηση, διώξεις και τα συναφή. Απ΄ την δοκιμιογραφία του ξεχωρίζει ο «Μετά–ολοκληρωτισμός», ενώ κατά την εποχή της θητείας του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας του γράφει το «Στο Κάστρο και πίσω» (σημ. «Κάστρο» ονομάζεται και είναι η έδρα της Προεδρίας της Τσεχικής Δημοκρατίας ) και το «Φεύγοντας»-2007, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Απ΄ τα (λογοτεχνικά) δοκίμια αναφέρονται «Η δύναμη της αδυναμίας -1985, «Γράμματα στην Όλγα»-1988 (σημ. πρόκειται για γράμματα προς τη γυναίκα του από τη φυλακή), «Καλοκαιρινή περισυλλογή 1992, «Η τέχνη του αδύνατου» -1998.
Ο Λούνβικ Βάτσουλικ (1926), αρχικά μέλος του ΚΚ, σύντομα θα το επικρίνει για την καταπίεση και αντικοινωνική του στάση. Ετσι οδηγείται σε θέσεις ριζοσπαστικότερες και από εκείνες του Ντούπτσεκ (Άνοιξη Πράγας 1968) ιδίως μέσα απ΄ το μανιφέστο του «2000 λέξεις προς εργάτες, αγρότες, επιστήμονες» με το οποίο ουσιαστικά καλούσε το λαό να αντισταθεί σε μια στρατιωτική επέμβαση. Άλλωστε είχε προηγηθεί το «Tσεκούρι» και τα «Γουρούνια της Γουϊνέας»-1970. Συμπράττει στη Χάρτα 77, εκδίδει σαμιζντάτ (το Edice Petlice) και εκδίδει το «Ένα φλιτζάνι καφέ με τον ανακριτή μου»- 1980. Πέρα από το αυτοβιογραφικό στοιχείο που ανάγλυφα αναδύεται από τα γραφτά του, είναι πολύ χαρακτηριστική, σχεδόν ατομικά προσδιοριστική η γλώσσα του, από τις πλέον δόκιμες στην τσεχική λογοτεχνία.
H νεότερη γενιά
Από τους «πιο ηλικιωμένους» αναφέρεται πρώτα ο Μίλαν Ούντε (1936), που ήδη από την εποχή της Χάρτας 77 ασχολήθηκε με θέατρο, για να στραφεί αργότερα στην πολιτική και μέσα από συντηρητικά πολιτικά σχήματα να φθάσει μέχρι και το προεδρείο του κοινοβουλίου, για να ξαναγυρίσει από το 1998 στη λογοτεχνία. Έγραψε τα «Μπιζέλι στον τοίχο»-1964, «Οι μάρτυρες»-1965, «Ο αστερισμός της Παρθένου»-1965, «Αυτός που έρχεται»-1968,και τα «Παίζουμε το περιστέρι»-1974, «Ο πειρασμός του οδοντίατρου»-1976, «Καλημέρα τσεχική δημοκρατία»-1995, «Μπαλάντα για το ληστή»-2001.
Ο Γιούρι Γκρούσα (1938), μετά στερήσεις και διώξεις υπό το προηγούμενο καθεστώς, εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανόμενου του υπουργείου εξωτερικών της χώρας του (πρεσβευτής στη Γερμανία και Αυστρία), σήμερα δε είναι πρόεδρος του PEN. Από τα πριν το ΄68 ποιητικά του συγκρατείται η «Φωτεινή προθεσμία»-1964, «Σακίδιο»-1962, μετά δε το μυθιστόρημα «Προσευχή για μια πόλη κι ένα φίλο»-1975, το διήγημα «Γυναικείο τέχνασμα»-1972. Να σημειωθεί πως τα κατόπιν Άνοιξης έργα του, αρχικά , είχαν δημοσιευθεί σε σαμιζντάτ.
O Φράντισεκ Λίστοπαντ (1921), πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας (έχει γράψει 64 έργα και περί τις 10 όπερες) εκφραζόμενος τόσο στη μητρική του όσο και στην πορτογαλική γλώσσα, έζησε στη Λισαβόνα από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50. Διακρίθηκε για τη γενικότερη μορφωτικο-πολιτιστική του δράση τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα. Από τα έργα του αναφέρονται τα ποιητικά «Ελευθερία και άλλα φρούτα»-1956, «Τα εργαλεία της μνήμης»-191982, «Η επόμενη ποίηση»-2001, «Rosa definitiva»-2007 καθώς και δύο ανθολογίες «Μακριά-κοντά»-1993, «Πρώτες προτάσεις»-1996. Τέλος, απ΄την πεζογραφία του επισημαίνεται το «Μικρές αγάπες»-1947 και το «Κακό σκυλί χωρίς κήπο»-1996. Τα κείμενά του διακρίνονται για τη λυρικότητά τους σε μιά άψογη γλώσσα, παρά τη μακρόχρονη απουσία απ΄την πατρίδα του.
Αυτοί που σήμερα διαβάζονται αρκετά, αποπνέοντας τη φρεσκάδα του σύγχρονου, με τα «πολύ σημερινά» θέματα συγγραφέα, κατατάσσονται στην μετά τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989 γενιά.
Ευπώλητος και δημοφιλής είναι ο Μίχαλ Βίβεκ (1962). Το ότι εκδίδει σχεδόν σταθερά ανά χρόνο, ίσως να προδίδει κάτι το εφήμερο και πεπερασμένο στα κείμενά του, που σίγουρα ρέει, όμως χωρίς πάντοτε να αφήνει κάποια μονιμότερη αίσθηση. Αρέσκεται στη ρομαντική αφήγηση και σε μια ιδιότυπη σύζευξή της με ειρωνεία, καταλήγοντας σ΄ αυτό που ήδη εντοπίστηκε και σε παλαιότερους ομότεχνούς του δηλ. στο παιχνίδι ανάμεσα στο σοβαρό και ανόητο, του βάθους και της ρηχότητας. Ακολουθεί και αυτός τις παλιές τσεχικές συνταγές μεταφοράς κειμένων στον κινηματογράφο που έχουν επιτυχία στο νεανικό και όχι μόνο κοινό. Από τις εκδόσεις επισημαίνονται τα «Τα μακάρια χρόνια της άθλιας ζωής»-1992, αναφερόμενο στην περίοδο της κομουνιστικής διακυβέρνησης, «Ανατρέφοντας κορίτσια στη Βοημία»-1996 (γυρισμένο και σε ταινία), «Τα θαυμάσια χρόνια με τον Κλάους»-2002, με κριτική κατά του σημερινού Προέδρου, το «Διήγημα για γυναίκες»-2001, «Μάθημα δημιουργικής γραφής»-2005, «Διήγημα για άντρες»-2008 κ.ά.
Τον Πάτρικ Ουρέντνικ (1957) στη συγγραφή του σίγουρα βοήθησαν οι μοναδικές εμπειρίες που αποκόμισε περνώντας από σειρά επαγγέλματα πριν καταλήξει στη Γαλλία το 1984 και αναλάβει την ευθύνη του περιοδικού «L’ autre Europe» (η άλλη Ευρώπη) ενώ ήδη κατά την πρότερη δράση του στη χώρα μετάφραζε στα γαλλικά σαμιζντάτ, ή αντίστροφα Μπρελ στα τσεχικά. Ευρύτερα γνωστός εκτός χώρας έγινε με το (μεταφρασμένο και στα αγγλικά) «Europeana: Σύντομη Ιστορία του 20ου Αιώνα». Άλλα έργα του είναι : «Λεξικό της μη συμβατικής τσεχικής γλώσσας»-1988, «Εναλλακτικά»-1992, «Για τον Πρίγκιπα Τσεκάνκa, το πώς πήγε να βρει την πριγκίπισσα και διάφορες περιπέτειές του»-1993, «Το καινούργιο κάτω από τον ήλιο:λέξεις, παροιμίες και ρήσεις από τη Βίβλο»-1994, «Η αναζήτηση της χαμένης γλώσσας»-1997, «Το σπίτι του ξυπόλυτου»-2004.
Η διασημότερη στην Τσεχία και στο εξωτερικό είναι η βενιαμίν Πέτρα Χούλοβα (1979). Οταν το 2002 κυκλοφόρησε το εμπνευσμένο από την Μογγολία (όπου πήγε σε πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών) «Στη μνήμη της γιαγιάς μου» έγινε αμέσως επιτυχία. Ο τόπος λειτουργεί σχηματικά, ώστε μέσα από πλαστή αφήγηση πέντε γυναικείων προσώπων από τρεις διαφορετικές γενιές καταγράφονται προβλήματα που προσιδιάζουν σε μια μετα-κομουνιστική χώρα, προβλήματα όμως που έχουν προφανείς ομοιότητες με τα εν Τσεχία (η χώρα είναι πανταχού παρούσα με τρόπο υπαινικτικό), αλλά διαδραματιζόμενα σε ένα χώρο πολύ πιο απλό, λιγότερο φτιασιδωμένο αλλά και πιο καθαρό και διαυγή όπως αυτός της Μογγολίας. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, ένας ρώσος οδηγός συνδέεται με μία ντόπια οικογένεια αποτελώντας απαρχή για την περιγραφή – αντιπαράθεση της μακρινής πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ και της ακόμα πιο απόμακρης μογγολικής επαρχίας. Στα επόμενα δύο διηγήματά της θα πραγματευθεί την αιώνια επίκαιρη σχέση μάνας – γιου («Μέσα από θαμπό γυαλί»-2004), δεν θα παραλείψει αστυνομικο-ψυχολογικής πλοκής θέματα («Στάση Τάϊγκα»-2008), ή και θα περιγράψει τις σύγχρονες δυσκολίες των γυναικών («Πλαστικό διαμέρισμα τριών δωματίων»-2006), φτάνοντας μέχρι και τα δρώμενα μιας έναντι υψηλής αμοιβής εκδιδόμενης στην Πράγα («Τσεχική πορνογραφία»-2007).
Η Τερέζα Μπόουτσκοβα (1957) δεν είναι μόνο η θυγατέρα του Κόχουτ, αλλά μια πολύ σημαντική συγγραφέας που αντιπροσωπεύει την καλύτερη γκάμα της τσεχικής λογοτεχνίας. Έχοντας στην αρχή να αντιμετωπίσει τις διώξεις του καθεστώτος και καταφεύγοντας και αυτή στα σαμιζντάτ, αφού προσυπέγραψε τη Χάρτα 77 δεν δίστασε όχι μόνο να ξεκινήσει εκτός Πράγας μια δύσκολη ζωή αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα, αλλά και να υιοθετήσει τη διαφορετικότητα τόσο με την υιοθέτηση δύο ανήλικων τσιγγάνων όσο και την άσκηση κριτικής «τεράτων» της λογοτεχνίας του τόπου της και πρώην συν-στρατευμένων της , όπως του Χάβελ, ή και του ίδιου του πατέρα της. Περνώντας από πιο συμβατικό τρόπο μυθιστορηματικής γραφής («Όπως τρέχουν οι Ινδιάνοι») με έντονα αυτοβιογραφικά και αυτοκριτικά στοιχεία ήδη πριν το 1989, θα περάσει σε πιο σύγχρονο τρόπο έκφρασης και παρουσίασης των σημερινών προβλημάτων της γυναίκας, των κοινωνικών-προσωπικών δυσκολιών της σε ένα δύσκολο και άτεγκτο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με τρόπο που τελικά καταφέρνει να περάσει απ΄ το εφήμερο στο διαχρονικό μελετώντας με θαυμαστή οξύνοια τον ανθρώπινο χαρακτήρα («Το (φοβισμένο) ορτύκι», «Σαν αγαπάς έναν άντρα», «Φωνάζω», «Μείνε μακριά απ΄ τη φθορά »). Οι εμπειρίες της από την αρχικά άριστων προθέσεων υιοθεσία των προαναφερομένων παιδιών («Παλιόπαιδα»-2002 που γυρίστηκε και ταινία) θα καταλήξει στο πολύ καλό τελευταίο βιβλίο της «Η χρονιά του κόκορα»-2008 όπου, πέρα από τις επώδυνες διαπιστώσεις της για το εγχείρημά της, θα καταγράψει το πως πολλές φορές είναι αδύνατο ν΄ αλλάξουν ορισμένα πράγματα στη ζωή και στην ανθρώπινη φύση.